στρεβλόστομος

στρεβλόστομος
-ον, Μ
1. αυτός που έχει στραβό στόμα
2. (κυρίως με μτφ. σημ.) αυτός που μιλάει διεστραμμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αθυρό-στομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”